Ἀπόφαση γιά τήν ἐπιλογή τρόπου ζωῆς
Τά χρόνια περνοῦν γρήγορα. Καλά εἶναι ο νέος νά μή μένη γιά πολύ καιρό
στό σταυροδρόμι ἀναποφάσιστος. Νά διαλέξη ἕναν σταυρό -ἕναν ἀπό τούς δύο
δρόμους τῆς Ἐκκλησίας μας- ἀνάλογα μέ τήν κλίση του καί τό φιλότιμό του
καί νά προχωρήση σ’ αὐτόν μέ ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό.
Ἄς ἀκολουθήση τόν Χριστό στήν Σταύρωση, ἐάν θέλη νά χαρῆ ἀναστάσιμα. Καί στίς δύο ζωές ὑπάρχουν
φαρμάκια, ἀλλά, ὄταν βρίσκεται κανείς κοντά στόν Θεό, τά γλυκαίνει ὁ
γλυκύς Ἰησοῦς. Ὅταν περάση κανείς τά τριάντα, ἀρχίζει νά δυσκολεύεται νά
ἀποφασίση. Καί ὅσο περνοῦν τά χρόνια, τόσο πιό πολύ δυσκολεύεται.
νέος προσαρμοζεται εὐκολώτερα σέ ὅποια ζωή κι ἄν ἀκολουθήση. Ὁ μεγάλος
ὅλα τά ἐξετάζει μέ τήν λογική του. Ἕχει πιά διαμορφωθῆ ὁ χαρακτήρας τους
καί δύσκολα ἀλλάζει· εἶναι χυμένο μπετόν. Καί βλέπεις, αὐτοί πού
τακτοποιοῦνται σέ μικρή ἡλικία, εἴτε στήν ἔγγαμη εἴτε στή μοναχική ζωή,
μέχρι τά γεράματά τους διατηροῦν μιά παιδική ἁπλότητα καί συνδέονται
εὔκολα μεταξύ τους.
Εἶδα ἕνα ἀνδρόγυνο πού παντρεύτηκαν μικροί.
Ὅπως μιλοῦσε ὁ ἄνδρας, ἔτσι μιλοῦσε καί ἡ γυναίκα· ὅ,τι ἔκανε ὁ ἄνδρας,
ἔκανε καί ἡ γυναίκα. Ἑπειδή παντρεύτηκαν μικροί, ὁ ἕνας πῆρε ὅλες τίς
σύνήθιες τοῦ ἄλλου, καί στήν ὁμιλία καί στήν συμπεριφορά, ἀλλά καί
συνδέθηκαν εὐκολώτερα.
Ἡ παροιμία λέει: «Ἤ μικρός παντρέψου ἤ
μικρός καλογερέψου». Εἰδικά ἡ κοπέλα καλά εἶναι μέχρι τά εἴκοσι πέντε
της χρόνια νά ἀποφασίζη ποιά ζωή θά ἀκολουθήση. Μετά τά εἴκοσι πέντε
ἀρχίζει νά γίνεται λίγο δύσκολη ἡ ἀποκατάστασή της, γιατί σκέφτεται πῶς
θά ὑποταχθῆ.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὅσο μεγαλώνει, ἀποκτάει καί ἰδιοτροπίες
καί ποιός θά τήν πάρη; Ἔπειτα ζητάει κυρίως προστασία στόν γάμο καί ὄχι
νά κάνει οἰκογένεια. Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ὅποιος ἀναβάλλει συνέχεια νά
παντρευτῆ, ὅταν περάσουν τά χρόνια, ψάχνει καί δέν βρίσκει.
Ὅταν
ἦταν νέος, διάλεγε αὐτός· ὕστερα τόν διαλέγουν οἱ ἄλλοι! Γι’ αὐτό λέω
ὅτι σ’ αὐτό τό θέμα χρειάζεται μαμμιά φορά καί λίγη τρέλλα. Νά παραβλέψη
μερικά πού δέν εἶναι οὐσιώδη, γιατί δέν πρόκειται ποτέ νά τοῦ ἔρθουν
ὅλα ὅπως τά περιμένει. Μιά φορά ἔβρεχε καί ἕνας χείαμαρρος ἄρχισε νά
κατεβάζη νερό.
Ἕνας τρελλός καί ἕνας γνωστικός ἤθελαν νά περάσουν
στήν ἄλλη μεριά. Ὁ γνωστικός εἶπε: «Θά σταματήση ἡ βροχή, θά λιγοστέψη
τό νερό καί ὕστερα θά περάσω». Ὁ τρελλός δέν περίμενε· ἔδωσε μιά καί
πέρασε ἀπέναντι. Βράχηκαν λίγο τά ροῦχα του, ἀλλά πῆγε ἐκεῖ πού ἤθελε. Ἡ
βροχή, ἀντί νά σταματήση, ὅλο καί δυνάμωνε.
Τό νερό στόν χείμαρρο
αὐξήθηκε καί τελικά ὁ γνωστικός δέν μπόρεσε νά περάσει ἀπέναντι, γιατί
ὕστερα ἦταν καί ἐπικίνδυνο. Σέ μερικούς ὑπάρχει μεγάλη ὑπερηφάνεια,
πολύς ἐγωισμός, γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν τούς βοηθάει. Χρόνια ἔρχονται
μερικοί ἐκεῖ στό Καλύβι καί μέ ρωτοῦν: «Τί θέλει ἀπό μένα ὁ Θεός, Πάτερ
μου;».
Λές καί ὁ Θεός ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτούς. Οὔτε μοναχοί ἔγιναν,
οὔτε παντρεύτηκαν. Σάν νά εἶναι φτιαγμένοι ἀπό χρυσάφι καί φοβοῦνται μήν
τούς βάλουν γιά βέργα στό μπετόν! Ἄλλοι πάλι μοῦ λένε: «Γέροντα, τί νά
κάνω; Νά γίνω μοναχός ἤ νά παντρευτῶ; Πές μου, γιά ποῦ εἶμαι;». «Ἐσύ τί
θέλεις;», τούς ρωτάω. «Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο», μοῦ λένε. Θέλουν καί τά
δύο.
Ἄν τούς πῶ τόν λογισμό μου, λ.χ. ὅτι εἶναι γιά τόν γάμο, καί
παντρευτοῦν, μπορεῖ νά μήν ἀναπαυθοῦν καί θά ἔρχωνται ὕστερα νά λένε:
«Ἐσύ μοῦ εἶπες νά ἀκολουθήσω αὐτήν τήν ζωή, καί τώρα ταλαιπωροῦμαι».
-Γέροντα, πῶς μπορεῖ νά γίνη αὐτο;
-Ἕνας νέος, ἄς ὑποθέοσυμε, ἔχει κλίση γιά τήν ἔγγαμη ζωή, ἀλλά
σκέφτεται καί τό Μοναχισμό. Ἄν δέν προσέξη, ὥστε νά κάνη μιά καλή
οἰκογένεια, καί δημιουρηγθοῦν ἀργότερα προβλήματα καί δέν τά
ἀντιμετωπίση πνευματικά, τότε ὁ πονηρός θά τόν πολεμήση μέ λογισμούς. Θά
τοῦ λέη: «Ἐσύ ἤσουν γιά τόν Μοναχισμό, ἀλλά, ἀφοῦ παντρεύτηκες, καλά νά
πάθεις», καί δέν θά τόν ἀφήνη ἥσυχο μέρα-νύχτα.
Μερικοί ἄνθρωποι
δέν ξέρουν τί ζητοῦν. Νά, πρίν ἀπό λίγα χρόνια εἶχε ἔρθει ἐδῶ μιά κοπέλα
καί μοῦ εἶπε: «Γέροντα, δέν μπορῶ νά ἀποφασίσω ποιόν δρόμο νά
ἀκολουθήσω. Θέλω νά παντρευτῶ, ἀλλά σκέφτομαι καί τόν Μοναχισμό. Τί νά
κάνω;». «Δές τί σέ ἀναπαύει περισσότερο, τῆς λέω, καί αὐτο νά κάνης».
«Δέν ξέρω, μοῦ λέει, ἀλλά μερικές φορές μοῦ φαίνεται ὅτι κλίνω
περισσότερο πρός τόν γάμο. Σέ παρακαλῶ, Γέροντα, πές μου ἐσύ τί νά
κάνω;» «Ἔ, ἀφοῦ βλέπεις ὅτι κλίνεις περισσότερο πρός τόν γάμο, τῆς λέω,
καλύτερα νά παντρευτῆς καί ὁ Θεος θά σέ οἰκονομήση». «Μέ τήν εὐχή σου,
Γέροντα, ἔτσι θά κάνω», μου λέει.
Ἔρχεται λοιπόν σήμερα καί μοῦ
λέει: «Γέροντα, παντρεύτηκα. Πῆρα ἕναν ναυτικό, καλός ἄνθρωπος, δόξα τῷ
Θεῷ, δέν μπορῶ νά πῶ, ἀλλά πολύ ταλαιπωροῦμαι. Ὑποφέρω, γιατί ἕξι μῆνες
ζοῦμε μαζί καί ἕξι μῆνες χωριστά· τόν μισό χρόνο ταξιδεύει». «Εὐλογημένη
ψυχή, τῆς λέω, ἐσύ δέν μοῦ ἔλεγες ὅτι σοῦ ἄρεζε καί ἡ ἔγγαμη καί ἡ
μοναχική ζωή; Νά τώρα πού τά ἔχεις καί τά δύο! Γιατί δέν δοξάζεις τόν
Θεό πού σέ οἰκονόμησε ἔτσι;».
-Σήμερα ὅμως, Γέροντα, ζοῦμε σέ δύσκολα χρόνια, γι’ αὐτό μερικοί νέοι διστάζουν νά κάνουν οἰκογένεια.
-Ὄχι, δέν εἶναι σωστή αὐτή ἡ ἀντιμετώπιση. Ἄν ὑπάρχη ἐμπιστοσύνη στόν
Χριστό, δέν ἔχουν τίποτε νά φοβηθοῦν. Τά χρόνια τῶν διωγμῶν δέν ἦταν
δύσκολα;
Μήπως οἱ Χριστιανοί εἶχαν σταματήσει τότε νά κάνουν
οἰκογένεια; Πόσους Ἁγίους ἔχουμε πού μαρτύρησαν μαζί μέ τήν γυναίκα τους
καί τά παιδιά τους!
Πρόσφατα σχόλια